4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Στάθης Σ.

Η πρώτη περίπολος χτύπησε το κουδούνι του Ανθρώπου Που Γελά μόλις νύχτωσε, στις 8:30 ακριβώς.
Φέτος πρώτοι ήρθαν οι Εκσυγχρονιστές.
Όπως κάθε χρόνο, την πρώτη Παρασκευή του δεύτερου μήνα της ¶νοιξης οι πολιτικές πεποιθήσεις και οι πολιτικές αντιπαλότητες επισκέπτονταν τον ¶νθρωπο Που Γελά στο σπίτι του για έναν πρόχειρο έστω, μα με ελαστικότητα καταχωρίσιμο απολογισμό.
Ήταν οι «Χαιρετισμοί», όπως τους αποκαλούσε πικροχαριτολογώντας ο φίλος μας - άνοιξε την πόρτα

οι Εκσυγχρονιστές μπούκαραν μέσα βλοσυροί - τους συνόδευαν Σκύθες χωροφύλακες, χωρίς πολλά πολλά κρέμασαν μια πινακίδα απ’ το λαιμό του Ανθρώπου Που Γελά -«είμαι λαϊκιστής» έλεγε- κι άρχισαν να τον γυρίζουν γύρω γύρω απ’ το καθιστικό, διαπομπεύοντάς τον στα μάτια της βιβλιοθήκης του...
Μετά έφυγαν.
Ύστερα ήρθαν οι Δεξιοί.
Τους ακολουθούσαν πραιτωριανοί με άγια δισκοπότηρα στα κράνη τους και μάτια διψασμένα για αλκοόλ και τσιγάρο, όπως των εξόριστων Λευκορώσων παλιά, όταν προσπαθούσαν να πνίξουν στα καπηλειά της Δύσης, στη Βιέννη και στο Παρίσι, τη νοσταλγία τους για τις στέπες.
Ερεύνησαν συστηματικά το σαλονάκι του Ανθρώπου Που Γελά για ενοχοποιητικά στοιχεία, αποκεφάλισαν τα στρατιωτάκια του, έφαγαν ό,τι είχε στο ψυγείο κι έφυγαν τραγουδώντας ύμνους από τις τελευταίες διαφημίσεις - αυτό

έκανε τον φίλο μας ράκος περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Έσφιξε τα δόντια.
Ήξερε ότι μετά θά ’ρθουν οι Αριστεροί.

Μπήκαν στο σπίτι απ’ όλες τις μεριές. Τον μύριζαν όλοι κατά ομάδες - για τη μία ήταν σταλινικός
για την άλλη ήταν αναρχικός
για την άλλη ήταν εθνικιστής
οι αντιεξουσιαστές τον βρήκαν συντηρητικόν
οι γκέυ οπωσδήποτε κομφορμιστή
οι κομμουνιστές μάλλον αριστεριστή
οι αριστεριστές τον βρήκαν εξάπαντος κομμουνιστή

στο τέλος, όπως κάθε φορά, πλακώθηκαν μεταξύ τους για το τι είναι ο ¶νθρωπος Που Γελά, έκαναν το καθιστικό γης Μαδιάμ, έγραψαν συνθήματα στους τοίχους, εξήγησαν στον ¶νθρωπο Που Γελά ότι δεν υπήρξε ποτέ Κρυφό Σχολειό, τον έβαλαν να υπογράψει ένα ψήφισμα συμπαράστασης στα δέντρα που κόπηκαν από κτίσεως κόσμου κι έφυγαν κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για την περιθωριοποίηση της Αριστεράς, ώσπου οι φωνές τους χάθηκαν μέσα στη νύχτα.
Ο ¶νθρωπος Που Γελά μάζεψε δυο, τρεις κουβέντες που ξέχασαν πίσω τους, άνοιξε το παράθυρο και τις άφησε να πετάξουν ελεύθερες στον νυχτερινό ουρανό. Ήταν εξουθενωμένος - αλλά η νύχτα ήταν ακόμα μπροστά του.
Έρχονταν οι Φασίστες,

τους συνόδευαν διάκονοι με ολοστρόγγυλα πρόσωπα πειραγμένων παιδιών. Μιλούσαν νεκρές γλώσσες και οι ασπίδες τους από πιστωτικές κάρτες ήταν σημαδεμένες από το στίγμα του Θηρίου - η πόρτα του σπιτιού έγινε μια μαύρη τρύπα
κι όλο το σπίτι βάφτηκε μαύρο. Μια κρύα πνοή ανέμου σάρωσε τα γράμματα από όλα τα βιβλία, κι έμειναν οι σελίδες τους λευκές να τρέμουν μέσα στην παγωνιά, όπως οι ψυχές που δεν βλέπουν ούτε φως ούτε σκοτάδι οδηγό - ο ¶νθρωπος Που Γελά

αρπάχτηκε απ’ το φυλαχτό της μάνας του κι άνοιξε τα μάτια μόνον όταν η γάτα του σπιτιού πήγε στο χώμα της και ήσυχη άρχισε να σκεπάζει το μίασμα -ο χορός των καταραμένων είχε φύγει- ακούστηκαν εμβατήρια, ερχόταν η Εκκλησία.
Πρώτος ενσαρκώθηκε μέσα σε ό,τι είχε απομείνει απ’ το σπίτι ένας χοντρός, θεόρατος, θεομπαίχτης Επίσκοπος εν μέσω δύο ληστών, ενός τραπεζίτη κι ενός τοκογλύφου. Τους ακολουθούσαν σκυλιά που είχαν πάρει τον όρκο της σιωπής και κέρβεροι που έπιναν μπύρες· ο ¶νθρωπος Που Γελά μάζεψε όση δύναμη του είχε απομείνει κι άκουσε το κήρυγμα του Επισκόπου για το νοσοκομείο και την αρρώστια, την ημέρα της κρίσεως και την αξία του χρυσού για την κατασκευή μανικετόκουμπων κι άλλων αξεσουάρ απαραίτητων

σε έναν ιεράρχη, ιδίως απ’ αυτούς που ανησυχούν για τα εθνικά μας θέματα.


Με όλα αυτά η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, λάλησε ο πετεινός πρώτη φορά, εξαφανίσθηκαν τα στοιχειά, και ο φίλος μας πήρε ανάσα - έμεναν μόνον οι Αναμνήσεις του να ’ρθούν, κι ύστερα μια νέα μέρα θα ξημέρωνε πάνω απ’ τον θαυμαστό, γενναίο μας κόσμο, όπου τίποτα δεν χάνεται· όταν πεθαίνει, γίνεται ενέργεια - τα πάντα εν σοφία εποίησεν. Όταν, φέρ’ ειπείν, πεθαίνει ένα παιδάκι από πείνα στην Αφρική, ο γιάπης που επένδυσε στην πείνα του προσθέτει ένα ακόμα παράγωγο στο συμβόλαιο αγοράς ρυζιού Ταϊλάνδης το 2037. Κάπως τοξικό συμβόλαιο είναι η αλήθεια, αν μάλιστα συνυπολογισθεί και το στοίχημα περί το αν θα περαιωθεί αυτή η συμβολαιογραφική πράξη το 2037, πολύ τοξικό. Όμως έτσι τίποτα όντως δεν πάει χαμένο, ούτε ο θάνατος,

αυτή είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων, έτσι είναι η ζωή, υπάρχει και μετά θάνατον.

Οι Αναμνήσεις επισκέφθηκαν τον ¶νθρωπο Που Γελά απαλά. Όλα γύρω του κεραμιδαριό. ¶ρχισαν να μαζεύουν τα κομμάτια του σαν τις μυροφόρες και να τα βάζουν στη θέση τους. Του φίλησαν τα μάτια και το στόμα. Ο ¶νθρωπος Που Γελά ένοιωσε όπως ο ναυαγός που νοσταλγεί το νησί του, όπως ο Οδυσσέας όταν επέστρεφε κι έβλεπε τον καπνό πάνω απ’ το σπίτι του στην Ιθάκη.
Ονείρου σκιές οι Αναμνήσεις

κι ο ¶νθρωπος Που Γελά χάθηκε μέσα τους, όπως ο φευγάτος χάνεται μέσα στη βροχή-δάκρυα που δε χρειάζεται να φανούν, όλα χλωμά, όπως σε μια άσπρη λήκυθο που πάνω της ξεθωριάζει με τους αιώνες η σκηνή του αποχαιρετισμού - εκείνη, καθιστή, μια δέσποινα, του προσφέρει το κράνος, κι αυτός το παίρνει με όλη τη χάρη και τη θλίψη εκείνου που θα αποτυπωθεί σε μια επιτύμβια στήλη, πως άλλη άνοιξη δεν είδε, ούτε οι παχουλές πατούσες του πρωτότοκου γιου του τού ξαναπάτησαν ποτέ την πλάτη - πάντα οι Αναμνήσεις είναι ένα Βερντέν,
φίλε μου.
Ξημέρωσε.
Τα όνειρα και οι ελπίδες τσιγάρα στο καινούργιο πακέτο που θα ανοίξεις. Όπως κάθε ημέρα, χρόνια τώρα - κι όσα ακόμα σου μένουν. Καπνός απ’ τα τσιγάρα σου, φίλε μου, κι ο μόνος αποδεκατισμός που σου επιτρέπεται είναι αυτός που κάνεις στο πακέτο σου...

ΣΤΑΘΗΣ Σ.